κορυδαλ(λ)ός

κορυδαλ(λ)ός
και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Theophilos Corydalleus — Title page of the Greek edition of The Rhetoric Theophilos Corydalleus (Greek: Θεόφιλος Κορυδαλ(λ)εύς, Theofilos Koryda(l)leus; 1563–1646), was a Greek Neo Aristotelian philosopher. He was born in Korydallos, which was renamed from Pachy in 1923… …   Wikipedia

  • κορυδαλίς — η (Α κορυδαλλίς, ίδος και κορυδάλλη και κορυδαλλή) κορυδαλλός νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φουμαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλ(λ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. λεοντ ίς, συμμαχ ίς). Ως νεοελλ. επιστημον. όρος η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • κορύδαλος — κορύδαλος, ὁ (Α) βλ. κορυδαλ(λ)ός …   Dictionary of Greek

  • κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… …   Dictionary of Greek

  • νεκύδαλος — και νεκύδαλλος, ὁ (Α) η τελευταία μεταμόρφωση τού μεταξοσκώληκα, κατά την οποία μοιάζει με νεκρό, η χρυσαλλίδα, η νύμφη τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τη λ. νέκυς «νεκρός» και έχει σχηματιστεί κατά το κορύδαλ(λ)ος*. Η σύνδεση τής… …   Dictionary of Greek

  • σκορδαλός — ο, ΝΜ, και σκορδαλιός και σκορδιαλός και ασκορδαλός Ν το πτηνό κορυδαλλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορυδαλ(λ)ός, με ανάπτυξη προθετικού σ και συγκοπή τού υ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”