Theophilos Corydalleus — Title page of the Greek edition of The Rhetoric Theophilos Corydalleus (Greek: Θεόφιλος Κορυδαλ(λ)εύς, Theofilos Koryda(l)leus; 1563–1646), was a Greek Neo Aristotelian philosopher. He was born in Korydallos, which was renamed from Pachy in 1923… … Wikipedia
κορυδαλίς — η (Α κορυδαλλίς, ίδος και κορυδάλλη και κορυδαλλή) κορυδαλλός νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φουμαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλ(λ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. λεοντ ίς, συμμαχ ίς). Ως νεοελλ. επιστημον. όρος η λ. είναι… … Dictionary of Greek
κορύδαλος — κορύδαλος, ὁ (Α) βλ. κορυδαλ(λ)ός … Dictionary of Greek
κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… … Dictionary of Greek
νεκύδαλος — και νεκύδαλλος, ὁ (Α) η τελευταία μεταμόρφωση τού μεταξοσκώληκα, κατά την οποία μοιάζει με νεκρό, η χρυσαλλίδα, η νύμφη τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τη λ. νέκυς «νεκρός» και έχει σχηματιστεί κατά το κορύδαλ(λ)ος*. Η σύνδεση τής… … Dictionary of Greek
σκορδαλός — ο, ΝΜ, και σκορδαλιός και σκορδιαλός και ασκορδαλός Ν το πτηνό κορυδαλλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορυδαλ(λ)ός, με ανάπτυξη προθετικού σ και συγκοπή τού υ ] … Dictionary of Greek